αγομμάριστος

αγομμάριστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει επαλειφθεί με γόμμα
2. το ουδ. ως ουσ. το αγομμάριστο
ασφράγιστο γραμματόσημο χωρίς γόμμα στην πίσω πλευρά. Συνήθως λέγεται έτσι το γραμματόσημο που έχει πλυθεί και έχει φύγει η γόμμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό + γομμαριστός < γομμάρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”